- μεγαλεπήβολος
- και μεγαλεπίβολος, -η, -ο (Α μεγαλεπήβολος και μεγαλεπίβολος, -ον)αυτός που επιχειρεί μεγάλα, τολμηρά και δύσκολα έργανεοελλ.1. αυτός ο οποίος ενέχει μεγαλειότητα («μεγαλεπήβολα έργα»)2. φρ. «μεγαλεπήβολα σχέδια» — σχέδια που τείνουν προς μεγάλους, υψηλούς στόχους.επίρρ...μεγαλεπηβόλως και μεγαλεπιβόλως και -ήβολα ή -ίβολακατά τον τρόπο τού μεγαλεπηβόλου, επιδιώκοντας τολμηρά και μεγάλα έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + ἐπήβολος και ἐπίβολος (< ἐπί + βάλλω). Για το -η- τού επήβολος βλ. λ. επήβολος)].
Dictionary of Greek. 2013.